- εμβρυογραφία
- η мед. эмбриография
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμβρυογραφία — η 1. περιγραφή ή φυσική ιστορία τού εμβρύου 2. ακτινολογική απεικόνιση τής επιφάνειας τού σώματος τού εμβρύου … Dictionary of Greek
εμβρυογραφία — η (ιατρ.), περιγραφή της εξέλιξης του εμβρύου στην ενδομήτρια ζωή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
εμβρυογράφος — ο ειδικός στην εμβρυογραφία … Dictionary of Greek
εμβρυογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εμβρυογραφία … Dictionary of Greek